- κτενοδάκτυλος
- (Ctenodactylus). Γένος τρωκτικών ζώων της οικογένειας των κτενοδακτυλίδων, το οποίο περιλαμβάνει δύο είδη: το Ctenodactylus gundi και το Ctenodactylus vali. Εμφανίζουν κοντό γεροδεμένο σώμα, μήκους έως 2 μ., καμπουρωτή ράχη και υποτυπώδη ουρά. Έχουν μεγάλο κεφάλι, με ρύγχος, στο οποίο φυτρώνουν μακριές και σκληρές τρίχες. Τα μπροστινά πόδια τους είναι μικρότερα από τα πίσω, και τα αφτιά τους μικρά και τεντωμένα προς τα πάνω. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με πυκνό τρίχωμα, γκριζοκάστανου χρώματος με υπόξανθες αποχρώσεις. Τα μικρά τους γεννιούνται τριχωτά και αρκετά ανεπτυγμένα. Το γένος αριθμεί αρκετά είδη, που ζουν στην Αραβική χερσόνησο και στην Αλγερία, με κυριότερο τον κ. τον αραβικό. Ο κ. συναντάται στην Αφρική, από το Μαρόκο έως τη νοτιοδυτική Λιβύη, όπου διαβιεί σε βραχώδεις πλαγιές.
* * *οζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών τής οικογένειας ctenodactylidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodactylus < cten(o)- (< κτείς, κτενός) + dactylus (< δάκτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.